- νηματικός
- -ή, -ό (Α νηματικός, -ή, -όν)νεοελλ.φρ. «νηματική κατάσταση»φυσ.-χημ. ο τύπος τής μεσόμορφης κατάστασης υγρού-στερεού ο οποίος πλησιάζει περισσότερο προς την υγρή κατάσταση παρά προς την κρυσταλλικήαρχ.1. αυτός που έχει υφανθεί, ο υφασμένος, ο υφαντός2. φρ. «νηματικὸν ὅπλον» — ταινία πλεκτού σχοινιού ή υφαντής ζώνης που αποτελούσε μέρος τού οπλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nematic < νήμα, -ατος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.